- σαπφείριον
- σαπφείρ-ιον (written [full] σαππείριον), τό,A pigment made from lapis lazuli, Sammelb.2251 (iv A.D.); (written [full] σαππίριν) POxy.1739.1 (ii/iii A.D.), PHolm.4.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαπφείριον — και σαππείριον και σαππίριν, τὸ, Α [σάπφειρος] χρώμα παρασκευασμένο από σάπφειρο … Dictionary of Greek
σαππείριον — και σαππίριν, τὸ, Α βλ. σαπφείριον … Dictionary of Greek